παλίγγλωσσος
1παλίγγλωσσος — και πολίγλωσσος, ον (Α) 1. αντιφατικός, ψευδής 2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.) 3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα 4. δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + γλωσσος (< γλῶσσα)] …
2παλίγγλωσσος — contradictory masc/fem nom sg …
3παλίγγλωσσον — παλίγγλωσσος contradictory masc/fem acc sg παλίγγλωσσος contradictory neut nom/voc/acc sg …
4παλιγγλώσσῳ — παλίγγλωσσος contradictory masc/fem/neut dat sg …
5παλίγγλωττον — παλίγγλωσσον , παλίγγλωσσος contradictory masc/fem acc sg παλίγγλωσσον , παλίγγλωσσος contradictory neut nom/voc/acc sg …
6γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …
7παλίγλωσσος — παλίγλωσσος, ον (Α) βλ. παλίγγλωσσος …