παλή
1παλή — the finest meal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …
3πάλη — η 1. αγώνισμα όπου ο καθένας από τους δύο παλαιστές προσπαθεί να ρίξει κάτω τον αντίπαλό του. 2. αγώνας μεταξύ παρατάξεων ή ομάδων ανθρώπων: Πάλη των τάξεων. 3. γενικά αγώνας για την αντιμετώπιση δυσκολιών: Η ζωή του αγρότη είναι μια συνεχής πάλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4παλῇ — πάλλω poise fut ind mid 2nd sg παλέω to be disabled pres subj mp 2nd sg παλέω to be disabled pres ind mp 2nd sg παλέω to be disabled pres subj act 3rd sg παλή the finest meal fem dat sg (attic epic ionic) …
5πάλη — πάλα nugget fem nom/voc sg (attic epic ionic) πάλη wrestling fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) παλέω to be disabled pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παλέω to be disabled imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
6πάλῃ — πάλα nugget fem dat sg (attic epic ionic) πάλη wrestling fem dat sg (attic epic doric ionic) πάλλω poise aor subj mp 2nd sg πάλλω poise aor subj act 3rd sg πά̱λῃ , πάλλω poise aor subj mid 2nd sg (doric) πά̱λῃ , πάλλω poise aor subj act 3rd sg… …
7Πάλη των τάξεων — Δεκαπενθήμερη, και για ένα διάστημα εβδομαδιαία, εφημερίδα, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1930, όργανο των Αρχειομαρξιστών …
8πάληι — πάλῃ , πάλα nugget fem dat sg (attic epic ionic) πάλῃ , πάλη wrestling fem dat sg (attic epic doric ionic) πάλῃ , πάλλω poise aor subj mp 2nd sg πάλῃ , πάλλω poise aor subj act 3rd sg πά̱λῃ , πάλλω poise aor subj mid 2nd sg (doric) πά̱λῃ , πάλλω… …
9Борьба — • Πάλη, παλαισμοσύνη, см. Gymnasium, Гимнасий …
10παλαί — παλή the finest meal fem nom/voc pl …