παλή

  • 41ισοπαλής — ἰσοπαλής, ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, άλιδος (Α) 1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος («μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.) 2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῡμεν», Θουκ.). επίρρ... ἰσοπαλῶς (Α) με… …

    Dictionary of Greek

  • 42ισόπαλος — η, ο (Α ισόπαλος, ον) ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα νεοελλ. ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος. επίρρ... ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως) με ισοπαλία, με ίση επίδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλος (< πάλη), πρβλ. αντί παλος …

    Dictionary of Greek

  • 43κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …

    Dictionary of Greek

  • 44μονοπάλη — μονοπάλη, δωρ. τ. μονοπάλα, ἡ (Α) απλή πάλη, σε αντιδιαστολή με το αγώνισμα παγκράτιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάλη] …

    Dictionary of Greek

  • 45μονοπάλης — μονοπάλης, ιων. τ. μουνοπάλης, ὁ (Α) αυτός που νικά μόνο στην πάλη και όχι σε άλλα αγωνίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάλης (< πάλη)] …

    Dictionary of Greek

  • 46πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …

    Dictionary of Greek

  • 47παλαίω — παλαίω, αιολ. τ. πάλαιμι, βοιωτ. τ. παλήω (Α) παλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. παλαίω εμφανίζει πιθ. επίθημα * ye / yo (πρβλ. κερ αίω, λαγ αίω), οπότε οι τ. τού μέλλ. και αορ. παλαίσω, ἐπάλαισα πρέπει να θεωρηθούν… …

    Dictionary of Greek

  • 48παλεύω — (I) και παλαίβω 1. συμπλέκομαι με κάποιον και προσπαθώ να τόν νικήσω 2. επιδίδομαι στο αγώνισμα τής πάλης 3. μτφ. αγωνίζομαι σκληρά για να υπερνικήσω αντίπαλο ή αντίξοες περιστάσεις («με το κύμα, με τσ ανέμους, παλεύω μοναχή», Σολωμ.) 4. (κατ… …

    Dictionary of Greek

  • 49πολιτική — Στην κοινή γλώσσα η λέξη π. έχει δύο έννοιες: μια γενική και μια ειδική. Στη γενική της έννοια σημαίνει, περίπου, γραμμή συμπεριφοράς, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις μορφές ενέργειας ενός ή πολλών ανθρώπων, κατά σχετικά σταθερό τρόπο,… …

    Dictionary of Greek

  • 50ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek