παλή

  • 31GYMNASTICA — Graece Γυμναςτικὴ, Latin. Ars exercitatoria, finitore Galeno l. ad Thras. ἐπιςτήμη ἐςτὶ τῆς εν πᾶσι γυμνασίοις δυν´αμεως, quoe omnium exercitationnum facultates novit. Mercuriali est Facultas quaedam omnium exercitationum facultates contemplans,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 32PALAESTRA — I. PALAESTRA Herculis filia, nuditarem obtegendi consuetudinem inter Mulieres, quae cursu aliisque exercebantur, introduxit: quemadmodum Pater eius, ne unquam Athletae in publicum ad certandum sine subligaculis prodirent, instituit; teste Clem.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 33Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 34Λύκαια — Γιορτή στην Αρκαδία κατά την αρχαιότητα. Την τελούσαν οι Αρκάδες στο όρος Λύκαιο, για να τιμήσουν αρχικά τον Αρκάδα θεό Πάνα και αργότερα τον Λύκαιο Δία. Ιδρυτής της θεωρείτο ο βασιλιάς Λυκάων. Αρχικά, στη γιορτή αυτή ένας άντρας υποτίθεται ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 35Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 36αλληλεγγύη — Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης. Η α. διακρίνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 37βιοπάλη — η η πάλη, ο μόχθος του ανθρώπου για την απόκτηση των αναγκαίων, ο αγώνας της ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + πάλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] …

    Dictionary of Greek

  • 38δυσπάλαιστος — δυσπάλαιστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται στην πάλη, ανίκητος 2. αυτός που δεν είναι γυμνασμένος στην πάλη …

    Dictionary of Greek

  • 39ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …

    Dictionary of Greek

  • 40θηριομαχία — Δημόσιο θέαμα στην αρχαία Ρώμη. Καθιερώθηκε από το έτος 186 π.Χ., για να γιορταστεί η νίκη εναντίον των Αιτωλών. Αρχικά, περιοριζόταν σε αγώνες μεταξύ θηρίων, αργότερα όμως εμφανίστηκαν οι πρώτοι θηριομάχοι, που ήταν οπλισμένοι και μάχονταν με τα …

    Dictionary of Greek