-
1 παλάτι
[палати] ουσ. о. дворец,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παλάτι
-
2 дворец
дворец м το παλάτι, το ανάκτορο \дворец пионеров το Μέγαρο των Πιονέρων \дворец спорта το Μέγαρο των Σπορ Дворец съездов το Μέγαρο Συνεδρίων* * *мτο παλάτι, το ανάκτοροдворе́ц спо́рта — το Μέγαρο των Σπορ
-
3 палата
Палата представителей η Βουλή των Αντιπροσώπων 3) (учреждение) το επιμελητήριο*Торговая \Палата το Εμπορικό Επιμελητήριο* Оружейная \Палата το θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου* Книжная \Палата το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη* * *ж1) ( в больнице) ο θάλαμος2) полит. η βουλήпала́та представи́телей — η Βουλή των Αντιπροσώπων
3) ( учреждение) το επιμελητήριοТорго́вая пала́та — το Εμπορικό Επιμελητήριο
Оруже́йная пала́та — το Θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου
Кни́жная пала́та — το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη
-
4 дворец
дворецм τό παλάτι, τά ἀνάκτορα:Дворец пионеров τό παλάτι τῶν πιονέρων. -
5 палата
палат||аж1. (больничная) ἡ αίθουσα, τό δωμάτιο·2. полит ἡ Βουλή:\палата депутатов ἡ Βουλή τῶν ἀντιπροσώπων3. (учреждение) τό ἐπιμελητήριο[ν]:торгован \палата τό ἐμπορικό ἐπιμελητήριο· \палата мер и весов ἡ ὑπηρεσία μέτρων καί σταθμών4. \палатаы мн. (дворец, хоромы) уст. τα ἀνάκτορα, τό παλατι· ◊ у него ума \палата разг εἶναι σπίρτο μονάχο, εἶναι τετραπέρατος. -
6 дворец
[ντβαριέτς] ουα. α. παλάτι -
7 дворец
[ντβαριέτς] ουα. α παλάτι -
8 дворец
-рца α.1. παλάτι, ανάκτορο.2. μέγαρο•дворец культуры μέγαρο πολιτισμού•
дворец пионеров μέγαρο πιονέρων•
дворец искусств μέγαρο Καλών Τεχνών.
-
9 палата
-не.1. πλθ. (палатаашы, -лат) παλ.παλάτι, ανάκτορο.2. (παλ,) πολυτελές δωμάτιο.3. θάλαμος νοσοκομειακός.4. Βουλή•нижняя палата η κάτω.Βουλή•
верхняя палата η άνω Βουλή•
народная палата η λαϊκή Βουλή.
5. αίβουσα•судебная -η αίθουσα του δικαστηρίου•
торговая палата το εμπορικό επιμελητήριο.
εκφρ.ума палата у него – αυτός είναι τετραπέρατος ή πανδαήμονας. -
10 палаццо
ουδ. άκλ. παλάτι, ανάκτορο. -
11 реставрировать
-руга, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. αναστηλώνω, επανορθώνω• ανακαινίζω•реставрировать картину ανακαινίζω τον πίνακα•
реставрировать дворец αναστηλώνω το παλάτι (μέγαρο).
2. παλινορθώνω-- монархию παλινορθώνω τη μοναρχία.1. αναστηλώνομαι, επανορθώνομαι• ανακαινίζομαι..2. παλινορθώνομαι. -
12 сераль
-я α. σεράγι, παλάτι, μέγαρο οθω-μανών μεγιστάνων•султанский сераль σεράγι του σουλτάνου.
-
13 чертог
-а α. παλ.αίθουσα ή διαμέρισμα πολυτελείας. || μέγαρο, παλάτι• πλουσιόσπιτο, αρχοντόσπιτο.
См. также в других словарях:
παλάτι — Το ανάκτορο του αυτοκράτορα Αυγούστου που βρισκόταν στον Παλατίνο λόφο. Η αρχική αυτή ερμηνεία του όρου διευρύνθηκε αργότερα και σήμαινε ανάκτορο, μέγαρο. Στα νεότερα χρόνια, με τον όρο παλάτι προσδιορίζεται το βασιλικό ανάκτορο. Τα αρχαιότερα… … Dictionary of Greek
παλάτι — το (λ. λατ.) 1. κατοικία του βασιλιά. 2. το προσωπικό του παλατιού. 3. η εξουσία του βασιλιά: Το παλάτι δε συμφωνεί πάντοτε με την κυβέρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παλατίνων — Παλατί̱νων , Παλατῖνος Palatium fem gen pl Παλατί̱νων , Παλατῖνος Palatium masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλατίνην — Παλατί̱νην , Παλατῖνος Palatium fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλατίνοις — Παλατί̱νοις , Παλατῖνος Palatium masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλατίνου — Παλατί̱νου , Παλατῖνος Palatium masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλατίνους — Παλατί̱νους , Παλατῖνος Palatium masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλατίνῳ — Παλατί̱νῳ , Παλατῖνος Palatium masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek