παιᾶνα
21παιανισμός — παιανισμός, ὁ (Α) [παιανίζω] 1. το να ψάλλει κανείς τον παιάνα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ᾠδή ἐπὶ ἀπαλλαγῇ κακῶν» …
22παιανισταί — παιανισταί, οἱ (Α) [παιανίζω] (για έναν ιερό σύλλογο στη Ρώμη) αυτοί που άδουν τον παιάνα …
23παιωνισμός — παιωνισμός, ὁ (Α) [παιωνίζω] το να ψάλλει κανείς παιάνα, παιανισμός …
24συμπαιανίζω — και δ. γρφ. συμπαιωνίζω Α [παιανίζω] 1. ψάλλω παιάνα μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον («καὶ συνεστεφανοῡτο καὶ συνεπαιάνιζεν Φιλίππῳ», Δημοσθ.) 2. (κατ επέκτ.) φωνάζω, κραυγάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …
25συνεπηχώ — έω, Α 1. ψάλλω μαζί ή από κοινού με άλλον, συνοδεύω κάποιον που τραγουδάει («ἐξήρχεν αὐτὸς παιᾱνα... oἱ δὲ θεοσεβῶς... συνεπήχησαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ», Ξεν.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με κάποιον ή με κάτι 3. αντηχώ, αντιλαλώ («ὁ… …
26τεκταίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [τέκτων, ονος] σχεδιάζω, επινοώ κακόβουλα, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν») μσν. αρχ. ενεργ. τεκταίνω α) φιλοτεχνώ, κατασκευάζω με τέχνη (α. «κιβώτιον… …
27τελεσίερος — και τελεσσίερος, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «τελεσίερον παιᾱνα τὸν ἐπιτελεστικὸν τῶν τοῑς θεοῑς ἐπιτελουμένων ἱερῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού σιγμόληκτου ουδ. τέλος* + ἱερός] …
28Αλεξίνος — (3ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Ηλεία, μαθητής του Ευβουλίδη, εριστικός και φίλος των σοφισμάτων. Συνέγραψε το έργο Περί αγωγής από το οποίο σώθηκε μόνο ένα απόσπασμα, τα Απομνημονεύματα και τον Παιάνα.Η εριστική του διάθεση στάθηκε αφορμή για… …
29Φιλόδαμος — Λυρικός ποιητής από τη Σκάρφεια, (τέλη 4ου αι. π.Χ. – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ήταν πρόξενος των Δελφών, και επί άρχοντα Ετυμώνδα (335 – 334 ή 325 – 324 π.Χ.) έγραψε έναν παιάνα προς τιμήν του Διονύσου, που διατηρήθηκε χαραγμένος πάνω σε πέτρα.… …