παιᾶνα

  • 11PASTUS — I. PASTUS i. seu Pastas, Graece Παςτὸς seu Παςτὰς, velum significat variegatum plumariô opere, quod apud Paganos thalami vei oeci (ubi Numen colebatur) foribus praetendebatur. Inde παςτοφόρια, Templorum atria, in quibus eiusmodi vela praetenta… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12Θυώνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν μητέρα του θεού Διόνυσου, η οποία αναφέρεται στον δελφικό Παιάνα και ταυτίζεται με τη Σεμέλη. Ο μύθος αναφέρει ότι η Θ. ονομάστηκε έτσι, όταν μεταφέρθηκε από τον Διόνυσο στο ουράνιο φως… …

    Dictionary of Greek

  • 13ένδον — (AM ἔνδον) επίρρ. μέσα, εσωτερικά («κραδίη... ἔνδον ὑλάκτει») αρχ. 1. (ιδίως) μέσα στο σπίτι («ἔνδον κατακρύπτων ἑαυτόν», Πλούτ.) 2. μέσα στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον») 3. (με δοτ.) αντί τής πρόθ. ἐν («ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ»,… …

    Dictionary of Greek

  • 14απαίων — ἀπαίων, ο, η (Α) ο χωρίς παιάνα, μελαγχολικός …

    Dictionary of Greek

  • 15διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… …

    Dictionary of Greek

  • 16επανακαλώ — (AM ἐπανακαλῶ, έω) ανακαλώ, μετακαλώ κάποιον εκ νέου, τόν επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση («επανακαλούνται όλοι οι αδειούχοι») μσν. σώζω αρχ. μσν. 1. επικαλούμαι επί πλέον («ἰήιον ἐπανακαλέω Παιᾱνα», Αισχύλ.) 2. απλώς επικαλούμαι …

    Dictionary of Greek

  • 17επιπαιανίζω — ἐπιπαιανίζω και ἐπιπαιωνίζω (στον Ησύχ.) (Α) [παιανίζω] ψάλλω παιάνα, νικητήριο άσμα («ἐπιπαιανίζοντες καὶ ἄδοντες ὕμνον ἐπινίκιον», Διόδ. Σικ.) …

    Dictionary of Greek

  • 18ζωαλκής — ζωαλκής, ές (Α) επιγρ. (για τον Παιάνα) αυτός που προστατεύει τη ζωή κάποιου, θεραπευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + αλκής (< αλκή «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. αν αλκής, υπερ αλκής] …

    Dictionary of Greek

  • 19παιανίας — παιανίας, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ παιανίαι ονομασία λειτουργών σε ιεροτελεστίες ή, κατά δ. ερμ., αυτός που άδει παιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + κατάλ. ίας (πρβ. παρθεν ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 20παιανίζω — (Α παιανίζω) [παιάν] νεοελλ. (για ορχήστρα) εκτελώ μουσική σύνθεση, ιδίως ύμνους ή εμβατήρια αρχ. ψάλλω ύμνο προς τον Απόλλωνα ή επινίκιο ή πολεμικό άσμα, άδω τον παιάνα …

    Dictionary of Greek