παιᾱνίζω
1παιανίζω — παιανίζω, παιάνισα βλ. πίν. 33 …
2παιανίζω — παιᾱνίζω , παιανίζω pres subj act 1st sg παιᾱνίζω , παιανίζω pres ind act 1st sg …
3παιανίζω — (Α παιανίζω) [παιάν] νεοελλ. (για ορχήστρα) εκτελώ μουσική σύνθεση, ιδίως ύμνους ή εμβατήρια αρχ. ψάλλω ύμνο προς τον Απόλλωνα ή επινίκιο ή πολεμικό άσμα, άδω τον παιάνα …
4παιανίζω — παιάνισα, παίζω με μουσικό όργανο ύμνους ή εμβατήρια: Από τα χαράματα η ορχήστρα του Δήμου παιάνιζε στους δρόμους της πόλης το εωθινό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5παιανίσω — παιᾱνίσω , παιανίζω aor subj act 1st sg παιᾱνίσω , παιανίζω fut ind act 1st sg παιᾱνίσω , παιανίζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
6παιανιεῖ — παιᾱνιεῖ , παιανίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παιᾱνιεῖ , παιανίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …
7παιανιεῦσι — παιᾱνιεῦσι , παιανίζω fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) παιᾱνιεῦσι , παιανίζω fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) …
8παιανιζόντων — παιᾱνιζόντων , παιανίζω pres part act masc/neut gen pl παιᾱνιζόντων , παιανίζω pres imperat act 3rd pl …
9παιανίζομεν — παιᾱνίζομεν , παιανίζω pres ind act 1st pl παιᾱνίζομεν , παιανίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …
10παιανίζουσι — παιᾱνίζουσι , παιανίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιᾱνίζουσι , παιανίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …