παιπάλη
1παιπάλη — the finest flour fem nom/voc sg (attic epic ionic) παιπαλάω to be subtle pres imperat act 2nd sg (doric) παιπαλάω to be subtle pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) παιπαλάω to be subtle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2παιπάλῃ — παιπάλη the finest flour fem dat sg (attic epic ionic) …
3παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… …
4παιπαλᾶν — παιπάλη the finest flour fem gen pl (doric aeolic) παιπαλάω to be subtle pres part act masc voc sg (doric aeolic) παιπαλάω to be subtle pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) παιπαλάω to be subtle pres part act masc nom sg (doric… …
5παιπάλην — παιπάλη the finest flour fem acc sg (attic epic ionic) παιπαλάω to be subtle imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) παιπαλάω to be subtle imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
6παιπάλης — παιπάλη the finest flour fem gen sg (attic epic ionic) παιπαλάω to be subtle pres ind act 2nd sg παιπαλάω to be subtle imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
7πολυπαίπαλος — ον, Α 1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος 2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη] …
8δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …
9πάλημα — πάλημα, τὸ (Α) πολύ λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (II) + κατάλ. ημα (πρβλ. παιπάλη: παιπάλημα)] …
10παίπαλον — παίπαλον, τὸ (Α) απότομο, δύσβατο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. παιπαλόεις «τραχύς, απότομος» (βλ. λ. παιπάλη)] …
- 1
- 2