παιδ-αγωγός

  • 1μειαγωγός — μειαγωγός, όν (Α) αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδ αγωγός)] …

    Dictionary of Greek

  • 2οιναγωγός — οἰναγωγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει κρασί, οινοφόρος («οἰναγωγὸν πλοῑον», Κρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀγωγός (πρβλ. παιδ αγωγός)] …

    Dictionary of Greek

  • 3κλειδαγωγία — κλειδαγωγία, ἡ (Α) επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + αγωγία (< αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγία, παιδ αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 4κυμαγωγώ — κυμαγωγῶ, έω (Μ) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον στα κύματα 2. παθ. κυμαγωγοῡμαι, έομαι οδηγούμαι, φέρομαι από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + αγωγῶ (< ἀγωγός), πρβλ. παιδ αγωγώ, χειρ αγωγώ] …

    Dictionary of Greek