παιδό-φιλος

  • 1κουρόφιλος — κουρόφιλος, ον (Α) αυτός που αγαπά τους νέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + φιλος (< φίλος), πρβλ. θεό φιλος, παιδό φιλος] …

    Dictionary of Greek

  • 2πατρόφιλος — Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός… …

    Dictionary of Greek

  • 3σαρκόφιλος — (sarcophylus harrisii). Μαρσιποφόρο θηλαστικό της οικογένειας των Δασυουριδών. Παλιότερα ήταν διαδομένος και στην Αυστραλία, σήμερα όμως ζει μόνο στην Τασμανία, όπου λέγεται διάβολος ή αρκουδοδιάβολος εξαιτίας του μεγάλου κεφαλιού του και του… …

    Dictionary of Greek

  • 4χριστόφιλος — ον, Μ χριστοφιλής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + φιλος (< φίλος*), πρβλ. παιδό φιλος] …

    Dictionary of Greek

  • 5λογοφίλης — λογοφίλης, ὁ (Α) αυτός στον οποίο αρέσουν οι συζητήσεις, αυτός που συνεχώς συζητά απλά, καθημερινά ή και ανούσια θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φίλης (< φίλος, με επίδραση και τού φιλείν), πρβλ. παιδο φίλης] …

    Dictionary of Greek

  • 6ποδοφιλώ — έω, Μ φιλώ, ασπάζομαι τα πόδια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + φιλῶ (< φιλης < φίλος), πρβλ. παιδο φιλώ] …

    Dictionary of Greek

  • 7πορνοφίλης — ὁ, δωρ. τ. πορνοφίλας, Α αυτός που αγαπά τις πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + φίλης (< φίλος), πρβλ. παιδο φίλης] …

    Dictionary of Greek