παιδοφίλη
1παιδοφίλη — παιδοφίλης masc voc sg παιδοφιλέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παιδοφιλέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
2παιδόφιλος — παιδόφιλος, ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος 2. παιδεραστής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίλη προσωνυμία τής Δήμητρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος] …