παιδοτρίβης

  • 31υποπαιδοτρίβης — ὁ, Α βοηθός παιδοτρίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παιδοτρίβης «γυμναστής, εκπαιδευτής, παιδαγωγός»] …

    Dictionary of Greek

  • 32Ηρόδικος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Η. ο Σηλυβριανός (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός, παιδοτρίβης και διαιτολόγος. Καταγόταν από τη Σηλυβρία της Θράκης, παλιά μεγαρική αποικία. Σύγχρονος του Ιπποκράτη, άσκησε το ιατρικό του επάγγελμα στα Μέγαρα …

    Dictionary of Greek

  • 33ՄԱՆԿԱՄԱՐԶ — (ի, ից.) NBH 2 0204 Chronological Sequence: Unknown date ա. παιδοτρίβης paedotriba. Մարզիչ մանկանց կամ երիտասարդաց ʼի մրցանս, որպէս յասպարէս ողոմպիական, եւ այլն. *Ըմբիշ վայելեսցէ ʼի ձեռն մանկամարզին. Ոսկ. մրգր. ՟Բ: *Վարժիչք եւ մանկամարզք… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)