παιδογόνια
1παιδογονία — παιδογονίᾱ , παιδογονία begetting of children fem nom/voc/acc dual παιδογονίᾱ , παιδογονία begetting of children fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2παιδογόνια — παιδογόνια, τὰ (Α) βλ. παιδογόνιον …
3παιδογόνια — at a child s birth neut nom/voc/acc pl …
4παιδογονίᾳ — παιδογονίαι , παιδογονία begetting of children fem nom/voc pl παιδογονίᾱͅ , παιδογονία begetting of children fem dat sg (attic doric aeolic) …
5παιδογονία — η (Α παιδογονία) [παιδογόνος] η γέννηση παιδιών νεοελλ. η παιδογένεση …
6παιδογονίας — παιδογονίᾱς , παιδογονία begetting of children fem acc pl παιδογονίᾱς , παιδογονία begetting of children fem gen sg (attic doric aeolic) …
7παιδογονίαν — παιδογονίᾱν , παιδογονία begetting of children fem acc sg (attic doric aeolic) …
8παιδογονίης — παιδογονία begetting of children fem gen sg (epic ionic) …
9παιδογένεση — Η αναπαραγωγή σε προνυμφικό ή άλλο, όχι γενετικά ώριμο, στάδιο. Παρατηρείται συχνά στα έντομα με τη μορφή παρθενογένεσης και συνοδεύεται από ανάπτυξη του εμβρύου μέσα στο σώμα της προνύμφης. Ο τύπος αυτός της πρώιμης παρθενογένεσης, επισημάνθηκε… …
10παιδογόνιον — παιδογόνιον, τὸ (Α) [παιδογόνος] 1. η γέννηση τέκνου 2. στον πληθ. τὰ παιδογόνια (ενν. ἱερά) εορτή για τη γέννηση παιδιού …