παιδιά

  • 121ανθρωποθυσία — Πανάρχαιο έθιμο προσφοράς ανθρώπων στους θεούς. Συνηθιζόταν από τους περισσότερους λαούς και βασιζόταν στις διάφορες δοξασίες και δεισιδαιμονίες τους, και κυρίως στην πίστη τους ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι α. γίνονταν… …

    Dictionary of Greek

  • 122ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… …

    Dictionary of Greek

  • 123ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… …

    Dictionary of Greek

  • 124αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …

    Dictionary of Greek

  • 125αποτεκνώνομαι — ἀποτεκνώνομαι (Μ), ἀποτεκνοῡμαι ( όομαι) (Α) χάνω τα παιδιά μου, δεν έχω πλέον παιδιά …

    Dictionary of Greek

  • 126απροσάρμοστος — η, ο αυτός που δεν αρμόζει σε κάποιον ή κάτι, ανάρμοστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε κάτι 2. «απροσάρμοστα παιδιά» παιδιά που για κάποιο λόγο, παροδικά ή μόνιμα, δεν μπορούν να παρακολουθήσουν σωστά την… …

    Dictionary of Greek

  • 127ατεκνεύω — (Μ ἀτεκνεύω) χάνω τα παιδιά μου, μένω χωρίς παιδιά μσν. 1. χάνω τον απόγονο από πρόωρο τοκετό 2. κάνω κάποιον άτεκνο …

    Dictionary of Greek

  • 128ατεκνώ — (Α ἀτεκνῶ, έω, Μ ἀτεκνῶ, όω) [άτεκνος] μσν. καθιστώ κάποιον άτεκνο αρχ. 1. (για χώρα) είμαι άκαρπος 2. χάνω τα παιδιά μου, μένω χωρίς παιδιά …

    Dictionary of Greek