παιδαρίσκος
1παιδαρίσκος — παιδαρίσκος, ὁ (Α) [παιδάριον] μικρό παιδί, παιδάριο …
2παιδαρίσκος — masc nom sg …
3παιδαρίσκον — παιδαρίσκος masc acc sg …
4παιδαρίσκων — παιδαρίσκος masc gen pl …
5παιδαρίσκῳ — παιδαρίσκος masc dat sg …
1παιδαρίσκος — παιδαρίσκος, ὁ (Α) [παιδάριον] μικρό παιδί, παιδάριο …
2παιδαρίσκος — masc nom sg …
3παιδαρίσκον — παιδαρίσκος masc acc sg …
4παιδαρίσκων — παιδαρίσκος masc gen pl …
5παιδαρίσκῳ — παιδαρίσκος masc dat sg …