Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παιδί

  • 1 παιδί

    [пэди] ουσ. о. дитя, ребенок

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παιδί

  • 2 ребёнок

    -нка, πλθ. ребята, -бят α.
    (στον πλθ. χρησιμοποιείται και αντί του «дети»)
    1. παιδί, παιδάκι, παιδάριο•

    маленькие -ята играли во дворе τα μικρά παιδιά (παιδάκια) έπαιζαν στην αυλή.

    || βρέφος, μωρό, νήπιο•

    ребёнок грудной ребёнок γαλαθηνό τέκνο (βυζανιάρικο).

    2. τέκνο, παιδί•

    у нас родился второй ребёнок κάναμε (αποχτήσαμε) και δεύτερο παιδί.

    3. μτφ. άπειρος, πρωτόβγαλτος•

    он настоящий ребёнок αυτός είναι τελείως άπειρος (σαν το παιδί).

    Большой русско-греческий словарь > ребёнок

  • 3 капризный

    капризный ιδιότροπος, να ζιάρης \капризный ребёнок το ναζιάρικο παιδί
    * * *
    ιδιότροπος, ναζιάρης

    капри́зный ребёнок — το ναζιάρικο παιδί

    Русско-греческий словарь > капризный

  • 4 мальчик

    мальчик м το αγόρι, το παιδί
    * * *
    м
    το αγόρι, το παιδί

    Русско-греческий словарь > мальчик

  • 5 ребёнок

    ребёнок м το παιδί, το μωρό; грудной \ребёнок το βυζανιάρικο, το βρέφος
    * * *
    м
    το παιδί, το μωρό

    грудно́й ребёнок — το βυζανιάρικο, το βρέφος

    Русско-греческий словарь > ребёнок

  • 6 двухлетний

    двухлетний
    прил δίχρονος, διετής:
    \двухлетний ребенок τό δίχρονο παιδί, παιδί δυό χρονών \двухлетний срок προθεσμία δύο ἐτῶν \двухлетний план τό διετές σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > двухлетний

  • 7 детище

    -а, γεν. πλθ. детищ ουδ.
    1. παλ. παιδί, τέκνο.
    2. μτφ. γέννημα, έργο, δημιούργημα•

    любимое детище έργο εξαιρετικής αγάπης, ιδιαίτερης προτίμησης.

    εκφρ.
    мертворовднное детище – θνησιγενές παιδί (σχέδιο που είναι, α-πο την πρώτη στιγμή, καταδικασμένο σε αποτυχία).

    Большой русско-греческий словарь > детище

  • 8 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 9 сын

    -а, κλητ. παλ. сыне, πλθ. сыновья, -ви, -вьям
    κ. (γραπ. λόγος)•

    сыны, -ов α.

    1. γιος, υιός, παιδί•

    единственный сын μοναχογιός• ακριβογιάς.

    2. πλθ. οι κοντινοί απόγο, νοι, η νέα γενιά, τα παιδιά μας.
    3. ιθαγενής, εκπρόσωπος εθνικός•

    сыновья (сыны) Эллады ή Греции παιδιά (γιοι) της Ελλάδας•

    сын отечества παιδί (γιος) της πατρίδας.

    Большой русско-греческий словарь > сын

  • 10 чадо

    ουδ. παλ.
    τέκνο, παιδί•

    единственное чадо το μοναχόπαιδο, -παίδι•

    он приехал со всеми -ами и домоцадами αυτός ήρθε ο ικογενειακώς.

    Большой русско-греческий словарь > чадо

  • 11 дошкольник

    το παιδί προσχολικής ηλικίας
    το νήπιο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дошкольник

  • 12 ребёнок

    το μωρό
    το παιδί· грудной - το βρέφος
    το μωρό, недоношенный - πρόωρο -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ребёнок

  • 13 баловень

    баловень
    м τό χαϊδεμένο παιδί, ὁ εὐνοούμενος, ὁ κανακάρης; ◊ \баловень судьбы ὁ εὐνοούμενος τής τύχης.

    Русско-новогреческий словарь > баловень

  • 14 беспокойный

    беспоко́й||ный
    прил
    1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:
    \беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;
    2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):
    \беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;
    3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:
    \беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα.

    Русско-новогреческий словарь > беспокойный

  • 15 беспризорник

    беспризо́рн||ик
    м τό ἐγκαταλειμμένο (τό ἀπροστάτευτο) παιδί, τό ἀλητόπαιδο.

    Русско-новогреческий словарь > беспризорник

  • 16 внебрачный

    внебрачный
    прил ἐξώγαμος, νόθος:
    \внебрачный ребенок τό ἐξώγαμο παιδί, τό νόθο τέκνο.

    Русско-новогреческий словарь > внебрачный

  • 17 вундеркинд

    вундеркинд
    м τό παιδί-θαΰμα.

    Русско-новогреческий словарь > вундеркинд

  • 18 детство

    детств||о
    с ἡ παιδική ήλικία:
    с самого \детствоа ἀπό παιδί ἀκόμα· в раннем \детствое στήν βρεφική ήλικία, ἀπό μικρό· ◊ впасть в \детство ξαναμωραίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > детство

  • 19 дефективный

    дефективный
    прил ἐλαττωματικός:
    \дефективный ребенок τό ἐλαττωματικό παιδί.

    Русско-новогреческий словарь > дефективный

  • 20 дитя

    дитя
    с τό παιδάκι, τό παιδί· ◊ \дитя природы ὁ ἀγνός ἄνθρωπος· у семи́ нянек \дитя без глазу погов. ὅπου λαλούν πολλοί πετεινοί ἀργεῖ νά ξημερώσει.

    Русско-новогреческий словарь > дитя

См. также в других словарях:

  • παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — το 1. νέος, άνθρωπος μικρής ηλικίας: Τίποτε δεν επενεργεί καλύτερα πάνω στα παιδιά από τον έπαινο (Σίντεϊ). 2. μτφ., ο αφελής: Παιδί είσαι και δε σοβαρεύεσαι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας …   Dictionary of Greek

  • παιδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»