παγ-

  • 81φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… …

    Dictionary of Greek

  • 82φεγγερός — ή, ό, Ν αυτός που φεγγίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 83φιλόκλαυτος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να κλαίει, που κλαίει συχνά, κλαψιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κλαυτός < κλαίω), πρβλ. πάγ κλαυτος] …

    Dictionary of Greek

  • 84χαλικερός — ή, ό, Ν γεμάτος χαλίκια («ακρογιαλιά χαλικερή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 85χειροκρατησία — ἡ, Α βίαιη σύλληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατησία (< κρατής < κράτος), πρβλ. παγ κρατησία] …

    Dictionary of Greek

  • 86χιονοβροχοπαγής — ές, Α παγωμένος από βροχή και από χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βροχή + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. κηρο παγής, ὑδρο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 87χρυσοπαγής — ές, Α χτισμένος με ή από χρυσό («χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + παγής (< θ. πᾱγ τού πήγνυμι), πρβλ. καινο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 88χωματερός — ή, ό, Ν το θηλ. ως ουσ. η χωματερή α) έκταση με χώμα, χωρίς βλάστηση β) τόπος όπου αποκομίζονται τα απορρίμματα, διαστρώνονται σε λεπτές στρώσεις, συμπιέζονται και καλύπτονται με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, χώματος + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 89ψηφιδοπαγής — ές, Ν φρ. «ψηφιδοπαγείς αιγιαλοί» γεωλ. θαλάσσια ιζήματα, οι κόκκοι τών οποίων έχουν συγκολληθεί στο επίπεδο τής πλήμμης σχηματίζοντας πλάκες πάχους μερικών εκατοστομέτρων, αλλ. παραλιακοί ψαμμίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + παγής (θ. παγ τού… …

    Dictionary of Greek

  • 90ψυχροπαγής — ές, Α ψυχροσταγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + παγής (< θ. πᾰγ τού πήγνυμι), πρβλ. ὑγρο παγής] …

    Dictionary of Greek