παγ-
71σιδηροπαγής — ές, Ν 1. σιδηρόδετος, ενισχυμένος με σιδερένιο οπλισμό 2. φρ. «σιδηροπαγές σκυρόδεμα» ενισχυμένο σκυρόδεμα, μπετόν αρμέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι), πρβλ. χρυσο παγής] …
72σκανοπαγούμαι — έομαι, Α κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα, σκηνοποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκανά, δωρ. τ. τού σκηνή + παγοῦμαι (< θ. παγ τού πήγνυμι)] …
73σκαφετός — ὁ, Α η σκαφή, το σκάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] …
74σκοταδερός — ή, ό, Ν σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτάδι + επίθημα ερός (πρβλ. ζοφ ερός, παγ ερός)] …
75σταγετός — ὁ, Μ στάξιμο, ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. ἐστάγην, σταγών) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] …
76σταυροπαγής — ές, Μ σταυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωποπαγής] …
77τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… …
78τρισκατάρατος — η, ο / τρισκατάρατος, ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος νεοελλ. μσν. το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * +… …
79υετός — ο / ὑετός, ΝΜΑ η βροχή νεοελλ. 1. (μετεωρ.) το σύνολο τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, εκτός τών νεφών 2. φρ. «ημέρα υετού» (μετεωρ.) ημέρα κατά την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού αρχ. (κυρίως) ραγδαία, ορμητική και… …
80υπερπαγής — ές, Α 1. ο υπέρμετρα ψυχρός, παγερός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερπαγές υπερβολικό ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παγής (< θ. παγ τού πηγνύω/πήγνυμι), πρβλ. συμ παγής] …