παγ-

  • 61πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… …

    Dictionary of Greek

  • 62πολύκοινος — ον, Α 1. κοινός σε πολλούς (α. «πολύκοινον ἀγγελίαν», Πίνδ. β. «πολύκοινον Ἄιδαν», Σοφ.) 2. αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πολλές ή με πολλούς, έκδοτος στις σαρκικές σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοινός (πρβλ. πάγ κοινος)] …

    Dictionary of Greek

  • 63ποντοπαγής — ές, Α εμπεπηγμένος στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*), πρβλ. ξυλο παγής, υδρο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 64πρωτοπαγής — ές, Α 1. αυτός που κατασκευάζεται για πρώτη φορά ή ο νεοκατασκευασμένος 2. φρ. «τὸ πρωτοπαγὲς σχῆμα» λέγεται για καταρράκτη τών ματιών που μόλις αρχίζει να εκδηλώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. ἐ πά γην),… …

    Dictionary of Greek

  • 65πυτία — η, ΝΜΑ, και πυτιά Ν, και πυετία και δ. γρφ. πιτύα Α ένζυμο τού γαστρικού υγρού που επιτρέπει την πήξη τού γάλακτος με καθίζηση τής καζεΐνης νεοελλ. ό,τι απομένει στις αλυκές μετά την αποβολή τού αλατιού αρχ. 1. το πρώτο μετά τον τοκετό γάλα τών… …

    Dictionary of Greek

  • 66ρηγεύς — και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, έως, ὁ, Α βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ τού ῥέζω*(ΙΙ) «βάφω» (< *ῥέγ jω) με επίθημα εύς (πρβλ. παγ εύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 67ριζοπαγής — ές, ΜΑ αυτός που είναι στερεά ριζωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐπάγην τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωπο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 68σαρκερός — ή, ό, Ν σαρκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, παγ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 69σηπετός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σηπεδών». [ΕΤΥΜΟΛ. < σήπομαι + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός, σκελ ετός)] …

    Dictionary of Greek

  • 70σησαμοτυροπαγής — ές, Α παρασκευασμένος με τυρί και σουσάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + τυρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι), πρβλ. ὑδρο παγής] …

    Dictionary of Greek