παγ-

  • 51παξ — (I) Α 1. (παρακελευσματικό επιφών. προκειμένου να τελειώσει μια συζήτηση) αρκετά, φτάνει πια, αρκεί 2. (κατά τον Ησύχ., κατά παρανόηση) «πάξ ὑπόδημα εὐυπόδητον ἤ ὁμοίως ἔχει». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επιφών. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα πᾰγ… …

    Dictionary of Greek

  • 52πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 53περιμήκετος — ον, ΜΑ περιμήκης*, πολύ μακρύς ή πολύ ψηλός (α. «ἐλάτην... περιμήκετον», Ομ. Ιλ. β. «πυραμίδες περιμήκετοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιμήκης + κατάλ. ετος (πρβλ. πάγ ετος)] …

    Dictionary of Greek

  • 54πηγετός — ὁ, Α ο παγετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγ νυμι* + κατάλ. ετός (πρβλ. πᾰγ ετός)] …

    Dictionary of Greek

  • 55πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 56πλανερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εξαπατά, παραπλανά, ο απατηλός («πλανερά λόγια») 2. (ιδίως για γυναίκα) αυτή που γοητεύει τους άνδρες εύκολα, ξεμυαλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνη + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 57πλουμερός — ή, ό, Ν ο γεμάτος κεντήματα και στολίδια, πλουμάτος, πλουμιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουμί(ον) + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 58πνιγετός — ὁ, Α το πνῑγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ. ετός (πρβλ. παγ ετός, πυρ ετός)] …

    Dictionary of Greek

  • 59ποθερός — ή, ό, Ν ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 60πολυκοίρανος — ον, Α αυτός που ασκεί κυριαρχία σε πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοίρανος «δεσπότης, κύριος» (πρβλ. παγ κοίρανος)] …

    Dictionary of Greek