παγ-

  • 41λείουρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἴλουρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος] …

    Dictionary of Greek

  • 42λινόχορτος — λινόχορτος, ό, και λινόχορτον, τὸ (Α) δέσμη λίνου και χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χορτος (< χόρτος), πρβλ. λεοντό χορτος, πάγ χορτος] …

    Dictionary of Greek

  • 43μεγαλοκευθής — μεγαλοκευθής, ές (Α) αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ κευθής] …

    Dictionary of Greek

  • 44μελαγκευθής — μελαγκευθής, ές (Α) 1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.) 2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»),… …

    Dictionary of Greek

  • 45μεσοκύνιον — μεσοκύνιον, τὸ (Μ) το κατώτερο μέρος τού ποδιού τού ίππου και άλλων ζώων κοντά στην οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένο τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσοκύνιος (< μεσ[ο] * + κύων), πρβλ. μετα κύνιον, παγ κύνιον] …

    Dictionary of Greek

  • 46μυριόκλαυστος — μυριόκλαυστος, ον (Α) αυτός που έχει θρηνηθεί ατελείωτα, επί πολύ χρόνο, πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κλαυστος (< κλαίω), πρβλ. πάγ κλαυστος] …

    Dictionary of Greek

  • 47οξυπαγής — ὀξυπαγής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός 2. ακανθώδης, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πᾱγης (< θ. πᾱγ τού πήγνυμι), πρβλ. ημι παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 48οχετός — ο (Α ὀχετός) αυλάκι ή υπόγεια σήραγγα κατάλληλη για τη μεταφορά τού νερού από ένα σημείο σε άλλο νεοελλ. 1. υπόγειος αγωγός ή σήραγγα απαγωγής αποβλήτων 2. βόθρος 3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες αρχ. 1. δερμάτινος… …

    Dictionary of Greek

  • 49πάγρα — η πηχτό ή στερεό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια ρευστής ή μαλακής ουσίας, η τσίπα, το καϊμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < παγ άρα (< πάγος + κατάλ. άρα) με αποβολή τού α κατά το φωνητικό νόμο τού Kretchmer] …

    Dictionary of Greek

  • 50πάγχυ — (Α) επίρρ. (επικ., ιων. και αιολ. τ. τού πάνυ) παντελώς, εντελώς, εξ ολοκλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάγχυ έχει προέλθει κατά μία άποψη από συμφυρμό ενός αμάρτυρου τ. *πάγ χι (< παν , βλ. λ. πας + μόριο χι, πρβλ. ᾗχι, ναί χι) και τού ληκτικού τού… …

    Dictionary of Greek