παγ-

  • 31θεοκρατής — θεοκρατής, ές (Α) αυτός που υπερισχύει με θεϊκή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ κρατής, παγ κρατής] …

    Dictionary of Greek

  • 32θεόχριστος — θεόχριστος, ον (Α) 1. αυτός που πήρε χρίσμα από τον θεό 2. το ουδ. ως ουσ. το θεόχριστον είδος κολλυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χριστος (< χρίω), πρβλ. αρτί χριστος, πάγ χριστος] …

    Dictionary of Greek

  • 33θυσάνουρος — ο (Α θυσάνουρος, ον) νεοελλ. εντομολ. τα θυσάνουρα τάξη άπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ουρά θυσανωτή, κροσσωτή («θυσάνουρος δασύκερκος, ἄρσην», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + ουρος (< ουρά) πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος. Με τη νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 34καλαμερός — καλαμερός, όν (Μ) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καλαμερά φράχτης από καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 35καλλίκρεας — καλλίκρεας, τὸ (Α) το πάγκρεας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρέας (< κρέας), πρβλ. αρτό κρεας, πάγ κρεας] …

    Dictionary of Greek

  • 36καταπακτή — και καταπαχτή, η (Α καταπακτή) νεοελλ. 1. οριζόντια θύρα στο δάπεδο η οποία οδηγεί στο υπόγειο, κν. γκλαβανή 2. ναυτ. η κάθοδος τού πλοίου, κν. μπουκαπόρτα αρχ. (ως επίθ. μόνο στη φρ.) «καταπακτὴ θύρα» η καταπακτή, η οριζόντια θύρα που οδηγεί στο …

    Dictionary of Greek

  • 37κοινογενής — κοινογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γενής (< γένος), πρβλ. παγ γενής, συγ γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 38κροκαλοπαγής — ές (για πετρώματα) αυτός που αποτελείται από αδρομερή θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων που συνδέονται μεταξύ τους με λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκάλη + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου,… …

    Dictionary of Greek

  • 39κόντουρος — κόντουρος, ον (Μ) αυτός που έχει κοντή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ουρος (< ουρά), πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος] …

    Dictionary of Greek

  • 40λατυποπαγής — ές (πετρογρ.) 1. αυτός που αποτελείται από λατύπες 2. το ουδ. ως ουσ. το λατυποπαγές λιθοποιημένο ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από λατύπες, δηλ. από γωνιώδη θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων συνδεόμενα μεταξύ τους με μια λεπτόκοκκη… …

    Dictionary of Greek