παγ-

  • 21σαρκοπαγής — ές, ΜΑ (ποιητ. τ.) αποτελούμενος από σάρκα, σαρκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*, πρβλ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ. ξυλο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 22συμπαγής — ές, ΝΑ αδιάσπαστα συμπεπηγμένος σε ένα σώμα νεοελλ. 1. στερεός και πυκνός («συμπαγής μάζα») 2. ενωμένος με ισχυρούς δεσμούς («συμπαγές κόμμα») 3. φρ. «συμπαγής χώρος» μαθημ. ο χώρος για κάθε ανοιχτή κάλυψη τού οποίου υπάρχει μια πεπερασμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 23υγροπαγής — ές, ΜΑ αυτός τού οποίου το νερό είναι παγωμένο αρχ. (για πρόσ.) αυτός που έχει ασθενική κράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ. σκληρο παγής, ψυχρο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 24υδατοπαγής — ές, Μ στερεωμένος με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω», πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ. κηρο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 25χαλικοπαγής — ές, Ν 1. (για πέτρωμα) αυτός που αποτελείται από χαλίκια ενωμένα με ύλη άλλης σύστασης 2. το ουδ. ως ουσ. το χαλικοπαγές (πετρογρ.) χονδρόκοκκο κλαστικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, τα οποία είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 26ectópago — (Del gr. ektos, fuera + pegnunai, clavar, fijar.) ► adjetivo/ sustantivo BIOLOGÍA Que está formado por dos individuos que tienen un ombligo común y están unidos por el pecho: ■ criatura ectópaga. * * * ectópago (de «ecto » y la raíz griega «pag » …

    Enciclopedia Universal

  • 27-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 28γομφοπαγής — ές (Α) 1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά 2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + παγής < (θ.) παγ , επάγην (βλ. πήγνυμι)] …

    Dictionary of Greek

  • 29ετεροπαγής — ές (για διφυές τέρας) αυτός που έχει στην μπροστινή επιφάνεια τού σώματός του κεφάλι και θώρακα δεύτερου ατελούς πλάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + παγής (< θ. πάγ , πρβλ. επάγην, αόρ. τού πήγνυμι*)] …

    Dictionary of Greek

  • 30ευκατάμικτος — εὐκατάμικτος, ον (Α) ευπροσήγορος, φιλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μικτος (< κατα μείγνυμι), πρβλ. α κατά μικτος, παγ κατά μικτος] …

    Dictionary of Greek