παγ-

  • 11μετριοπαγής — μετριοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει παγώσει μετρίως, που δεν έχει παγώσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 12μετωποπαγής — ές 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέρας που δημιουργήθηκε από δύο άτομα ενωμένα στο μέτωπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετωποπαγής τέρας που δημιουργήθηκε από ένωση δύο ατόμων κατά το μέτωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπο + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ… …

    Dictionary of Greek

  • 13νεοπαγής — ές (ΑΜ νεοπαγής, ές) 1. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς ἰλύς», Πλούτ.) 2. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο («νεοπαγές οίκημα») νεοελλ. αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα («νεοπαγές κόμμα») μσν. 1. (για μοναχό) αυτός που εκάρη …

    Dictionary of Greek

  • 14ξενοπαγής — ξενοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει συντεθεί από ξένες ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ: νεο παγής, χαλκο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 15ξυλοπαγής — ές (Α ξυλοπαγής, ές) συναρμοσμένος ή κατασκευασμένος με ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + παγής{ < θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. κηρο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 16ολοπαγής — ές (Μ ὁλοπαγής, ές) ο εντελώς παγωμένος, ο τελείως πηγμένος νεοελλ. συμπαγής σε όλη του τη μάζα ή την έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + παγής (< παγ τού πήγνυμι, πρβλ. ἐ πάγ ην), πρβλ. μεσο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 17ορθοπαγής — ὀρθοπαγής, ές (Α) αυτός που βρίσκεται σε ορθή θέση, που στέκεται όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, τού πήγνυμ), πρβλ. οξυ παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 18πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… …

    Dictionary of Greek

  • 19πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… …

    Dictionary of Greek

  • 20προσωποπαγής — ές, Ν αυτός που συνυπάρχει με ένα πρόσωπο κατά αδιάσπαστο τρόπο (α. «προσωποπαγή δικαιώματα» τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλο πρόσωπο β. «προσωποπαγές κόμμα» το κόμμα που υπάρχει όχι χάρη στην κοινή ιδεολογία τών οπαδών του …

    Dictionary of Greek