παγ-κρᾰτής

  • 1θεοκρατής — θεοκρατής, ές (Α) αυτός που υπερισχύει με θεϊκή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ κρατής, παγ κρατής] …

    Dictionary of Greek

  • 2χειροκρατησία — ἡ, Α βίαιη σύλληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατησία (< κρατής < κράτος), πρβλ. παγ κρατησία] …

    Dictionary of Greek