παγωμένος
1παγωμένος — Επώνυμο δύο στρατιωτικών από την Κορώνη της Μεσσηνίας (Μιχαήλ και Νικόλαος), που έζησαν τον 16o αι. Ήταν αρχηγοί στρατιωτών, δηλ. στρατιωτικών σωμάτων που τα συγκροτούσαν Έλληνες πολεμιστές, οι οποίοι υπήρξαν πρόσφυγες στην Ιταλία και σε άλλες… …
2παγωμένος — η, ο βλ. παγώνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3Παγωμένος, Ιωάννης — Κρητικός ζωγράφος του 14ου αι. Τοιχογραφίες του σώζονται σε διάφορες εκκλησίες της Κρήτης κυριότερες από τις οποίες είναι: Ο Άγιος Γεώργιος κοντά στους Κωμητάδες των Σφακίων (1314), η Παναγία κοντά στον Αλίκαμπο Αποκορώνου (1316), ο Άγιος… …
4Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός …
5Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …
6Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …
7ακρύσταλλος — ον [κρύσταλλος] αυτός που δεν έχει κρυστάλλους, πάγο, ο μη παγωμένος …
8δύσνιφος — δύσνιφος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνια 2. παγωμένος, κατάψυχρος …
9εκψύχω — ἐκψύχω (AM) αρχ. μσν. 1. χάνω τις αισθήσεις, λιποθυμώ 2. πεθαίνω, ξεψυχώ αρχ. 1. κοντανασαίνω, ασθμαίνω 2. είμαι εντελώς παγωμένος, ψυχρός …
10επιψύχω — ἐπιψύχω (Α) 1. καθιστώ ψυχρό κάτι 2. παθ. ἐπιψύχομαι α) κρυώνω, αισθάνομαι κατόπιν παγωμένος β) κρυώνω ακόμη περισσότερο …