παγωμένος
51Σκλάβων, Λίμνη των- — (ή Μεγάλη Λίμνη των Δούλων, αγγλικά Great Slave Lake = Μεγάλη Λίμνη των Σκλάβων). Λιμναία λεκάνη του κεντροδυτικού Καναδά στα Βορειοδυτικά Εδάφη, μια από τις πιο εκτεταμένες (28 438 τ. χλμ.) της Βόρειας Αμερικής. Έχει σχήμα πολύ επίμηκες (480 χλμ …
52παγώνω — παγώνω, πάγωσα, παγωμένος βλ. πίν. 3 …
53Βαρδάρης — ο 1. επονομασία του Αξιού ποταμού. 2. δυνατός και κρύος αέρας που φυσάει στο μήκος της κοιλάδας του Αξιού: Εδώ και τρεις μέρες φυσάει παγωμένος βαρδάρης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54βοριάς — ο 1. άνεμος που φυσάει από το βορρά, τραμουντάνα: Το χειμώνα ο βοριάς είναι παγωμένος. 2. ο βορράς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55γρανίτα — η (λ. ιταλ.), παγωμένος χυμός φρούτων: Γρανίτα λεμόνι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56νότιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται προς το Νότο: Νότιες Σποράδες. 2. αυτός που ανήκει στο νότιο ημισφαίριο: Νότιος Παγωμένος ωκεανός. 3. αυτός που προέρχεται από το Νότο, αλλ. μεσημβρινός: Νότιος άνεμος. 4. αυτός που κατοικεί στα νότια μέρη: Νότιοι λαοί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57παγώνω — πάγωσα, παγωμένος 1. μτβ., κάνω το υγρό στερεό. 2. κατεβάζω πολύ τη θερμοκρασία ενός σώματος, το κρυώνω: Θέλω ένα ποτήρι παγωμένο νερό. 3. μτφ., προκαλώ τη δυσφορία: Μας πάγωσαν τα αστεία του. 4. αμτβ., κρυώνω, νιώθω πολύ κρύο: Παγώσαμε στην… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)