παγκρᾰτιον
41νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… …
42παγκράτιο — I Είδος αγωνίσματος των αρχαίων Ελλήνων, που συνδύαζε την πάλη και την πυγμαχία. Ήταν ένα άγριο, επικίνδυνο αγώνισμα, όπου επιτρεπόταν σχεδόν κάθε μέθοδος για να νικήσει κάποιος τον αντίπαλο. Ο Παυσανίας αναφέρει και τον ίδιο τον θάνατο. Οι… …
43παγκράτιο(ν) — το (Α παγκράτιον) [παγκρατής] αρχαίο μικτό ελληνικό αγώνισμα το οποίο περιλάμβανε την πάλη και την πυγμαχία αρχ. 1. (με τα ρ. νικῶ, μάχομαι, ἀσκῶ) νικώ στο παγκράτιο, αγωνίζομαι στο παγκράτιο 2. το φυτό θαψία 3. είδος αρωματικού φυτού, η στοιχάς* …
44παγκρατευτής — παγκρατευτής, ὁ (Α) ο αθλητής τού παγκρατίου, παγκρατιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παγκρατεύω] …
45παγκρατιάζω — (Α) [παγκράτιον] 1. αγωνίζομαι στο παγκράτιο 2. μτφ. κινώ βίαια τους βραχίονές μου σαν να γυμνάζομαι στο παγκράτιο, δηλαδή χειρονομώ βίαια, κάνω απότομες χειρονομίες …
46παμμάχιον — παμμάχιον, τὸ (ΑΜ) [πάμμαχος] 1. αγώνες κάθε είδους 2. κατά τον Φώτ.) «παγκράτιον» …
47στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 …
48ԱՄԵՆԱԽՈՒՄԲ — ( ) NBH 1 0061 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. πάνδημος publicus Ամենաժողով. մեծահանդէս. *Ոչ երթայ ʼի ժողովս ամենախումբս. Նեղոս.: ԱՄԵՆԱԽՈՒՄԲ ՄԱՐՏ. որ եւ յն. ձայնիւ ասի ՊԱՆԿՐԱՏԻՈՆ. παγκράτιον certamen omnium virium… …
49ՀԱՍԵՒԱՌԻԿ — ( ) NBH 2 0049 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. παγκράτιον որ էր Քաջազօր յաղթութիւն ʼի հնգեակ մրցանս ոլիմպիական խաղուց, մինչեւ անշուշտ հասանել եւ առնւլ զմրցանակն. *Յաւելաւ մանկտւոյ պանկրատիոնն, որ է հաս եւ առիկ. Եւս. քր. ՟Ա: *Ոչ… …
50παγκρατίωι — παγκρατίῳ , παγκράτιον all in contest in boxing and wrestling neut dat sg …