παγκαρπία
1παγκαρπία — παγκαρπίᾱ , παγκαρπία sweet cake fem nom/voc/acc dual παγκαρπίᾱ , παγκαρπία sweet cake fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2παγκαρπίᾳ — παγκαρπίᾱͅ , παγκαρπία sweet cake fem dat sg (attic doric aeolic) …
3παγκαρπίας — παγκαρπίᾱς , παγκαρπία sweet cake fem acc pl παγκαρπίᾱς , παγκαρπία sweet cake fem gen sg (attic doric aeolic) …
4παγκαρπίαν — παγκαρπίᾱν , παγκαρπία sweet cake fem acc sg (attic doric aeolic) …
5παγκάρπεια — ή παγκαρπία, ἡ (ΑΜ) [πάγκαρπος] 1. μίγμα διαφόρων καρπών που προσφερόταν ως άπυρη θυσία 2. (γενικά) καρποί κάθε είδους αρχ. 1. στην Αλεξάνδρεια) είδος πίτας 2. φρ. «παγκαρπία μελιττούτα» μίγμα διαφόρων καρπών με μέλι …
6Anthestéries — Œnochoé des Anthestéries, v. 430 390 av. J. C., musée du Louvre. Les Anthestéries (en grec ancien Ἀνθεστήρια / Anthestếria, de …
7ԱՄԵՆԱՊՏՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0066 Chronological Sequence: 8c գ. παγκαρπία omnis generis fructus, fertilitas Առատ պտղաբերութիւն. բերք ամենայն պտղոց. առատութիւն. *Նռնենիքն զամենապտղութիւնս ոմանս ծառոցն բուսուցանեն: Ամենապտղութեան իմն փափկութիւն յամենայն ազգէ ծառոցն… …