πίτυς
1πίτυς — ος, η, ΝΜΑ 1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που τό διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα 2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» είδος δέντρου εξαιρετικά… …
2Πίτυς — Πίτῡς , Πίτυς pine masc acc pl Πίτυς pine masc nom sg …
3πίτυς — πίτῡς , πίτυς pine fem acc pl πίτυς pine fem nom sg …
4Πιτύεσσι — Πίτυς pine masc dat pl (epic aeolic) …
5πιτύεσσι — πίτυς pine fem dat pl (epic aeolic) …
6Πιτύοιν — Πίτυς pine masc gen/dat dual …
7πιτύοιν — πίτυς pine fem gen/dat dual …
8Πιτύων — Πίτυς pine masc gen pl …
9πιτύων — πίτυς pine fem gen pl …
10Πίτυ — Πίτυς pine masc voc sg …