πίτυς
61πιτύουσα — και δ. γρφ. πιτυοῡσσα, ἡ, Α [πίτυς] 1. (μόνο στον τ. πιτύουσα) το φυτό ευφόρβιο 2. ως κύριο όν. Πιτυοῡσσα προσωνυμία πολλών αρχαίων πόλεων, όπως λ·χ. τής Μιλήτου, τής Φασήλιδος, τής Λαμψάκου κ.ά., ή νησιών, όπως λ.χ. τής Χίου, τών Σπετσών, τής… …
62πιτύστεπτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] …
63πιτύϊνος — η, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίτυ ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πίτυ («τὸν πρῶτον ἀγῶνα ἔθεσαν περὶ στεφάνου πιτυΐνου», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιτυΐνη ρητίνη από πίτυ αρχ. φρ. «πιτύϊνος οἶνος» ο ρητινίτης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
64σίνις — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ληστής της Κορινθίας που επονομαζόταν πιτυοκάμπτης. Παραφύλαγε μέσα από έναν κατάφυτο από πιτύς (πεύκα) χώρο του Ισθμού της Κορίνθου και έπιανε κάθε οδοιπόρο που περνούσε από εκεί. Έδενε κατόπιν το θύμα του από …
65στροβιλέα — ἡ, Α το φυτό πίτυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος «κουκουνάρι» + κατάλ. έα (πρβλ. μηλ έα)] …
66στροβιλεϊνόν — ΜΑ πευκώνας ή καθετί που είναι κατασκευασμένο από ξύλο πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροβιλέα «πίτυς» + κατάλ. ινόν, ουδ. της κατάλ. ινός] …
67στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… …
68φθειροποιός — όν, Α 1. αυτός που παράγει ψείρες («ἔριον φθειροποιόν», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροποιός.», Θεόφρ.) 3. καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + ποιός*] …
69φθειροφόρος — α, ο / φθειροφόρος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει ψείρες αρχ. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροφόρος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + φόρος*] …
70χαμαίπιτυς — ίτυος, ἡ, Α ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες δωδεκάνθι, λιβανόχορτα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πίτυς] …