πίτυς
51πινένιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία δύο ακόρεστων δικυκλικών οργανικών ενώσεων που εξάγονται από τη ρητίνη τών πεύκων και χρησιμοποιούνται ως διαλύτες προϊόντων κεριού, ως πρόσθετα λιπαντικών ελαίων και ως χημικά ενδιάμεσα κατά την παρασκευή ρητινών.… …
52πινονικός — ή, ό, Ν φρ. «πινονικό οξύ» χημ. οργανικό οξύ, κετονοξύ, παράγωγο τού πινενίου, το οποίο σχηματίζεται με διάνοιξη τού διπλού δεσμού τού πινενίου κατά την οξείδωση τού τελευταίου με υπερμαγγανικό κάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …
53πιτυΐς — ίδος, ἡ, Α 1. σπόρος τού κώνου τής πίτυος 2. ρητίνη από την πίτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πιτυρ ίς)] …
54πιτυοκάμπη — (pityocampa). Είδος εντόμων, κοινότατο και πολύ επιβλαβές για τα φυτά, γνωστό ήδη από την αρχαιότητα. Με την έναρξη του χειμώνα παρουσιάζεται κατά μυριάδες στα πεύκα και κατατρώει τα φύλλα τους. Η εμφάνισή του στα δέντρα αυτά γίνεται αμέσως… …
55πιτυοκάμπτης — και πιτυκάμπτης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού ληστή Σίνιδος) αυτός που λύγιζε τα πεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κάμπτης (< κάμπτω), πρβλ. ασματο κάμπτης] …
56πιτυοτρόφος — ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει πεύκα, που έχει αφθονία πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος] …
57πιτυόεις — εσσα, εν, Α αυτός που έχει αφθονία πεύκων, που είναι κατάφυτος από πεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. όεις*] …
58πιτυώδης — ῶδες, ΜΑ [πίτυς] 1. αυτός που είναι κατάφυτος με πεύκα 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο πεύκου 3. φρ. «πιτυώδεις νῆσοι» οι Πιτυοῡσσαι* …
59πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] …
60πιτύδι — το / πιτύδιον ΝΑ [πίτυς] μικρή κουκουναριά …