πίτυς

  • 41ημερόπιτυς — ἡμερόπιτυς, ίτυος, ἡ (Α) καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»] …

    Dictionary of Greek

  • 42κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …

    Dictionary of Greek

  • 43μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …

    Dictionary of Greek

  • 44οξυτόρος — ὀξυτόρος, ον (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός 2. οξύληκτος («ὀξυτόρος ἧλος», Νόνν.) 3. αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα ή αιχμηρά αγκάθια («πίτυς ὀξυτόρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τορός «διαπεραστικός»] …

    Dictionary of Greek

  • 45πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… …

    Dictionary of Greek

  • 46πίδακας — ο / πῑδαξ, ΝΑ νεοελλ. 1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας τής πιέσεως 2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές… …

    Dictionary of Greek

  • 47πίτυκας — ο, και πιτύκι, το, Ν φλούδα κουκουναριάς ή πεύκου που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. κας (πρβλ. γιό κας). Ο τ. πιτύκι σχηματίστηκε κατά τα ουδ. σε ι] …

    Dictionary of Greek

  • 48πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 49πιμαρικός — ή, ό, Ν φρ. «πιμαρικό οξύ» η οργανική ένωση διτερπενικό οξύ που εξάγεται από τη ρητίνη ενός είδους πεύκου και όταν θερμανθεί μετατρέπεται σε κολοφώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pimaric acid < λατ. Pinus maritima… …

    Dictionary of Greek

  • 50πινάνιο — το, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, τερπενικός υδρογονάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pinane (< λατ. pinus «πίτυς» + ane)] …

    Dictionary of Greek