1πίτταξις — fruit of the fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2πίτταξις — άξεως, ἡ, ΜΑ ο καρπός τής κρανιάς, το κράνο …
Dictionary of Greek
3μάραον — μάραον, τὸ, ή μάραος, ὁ (Α) ο καρπός τής κρανιάς, η πίτταξις* …
Dictionary of Greek