πίσυγγος
1πίσυγγος — και πίσσυγγος, ὁ, Α υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] …
2πισύγγοις — πίσυγγος shoemaker masc dat pl …
3πισύγγους — πίσυγγος shoemaker masc acc pl …
4πισύγγων — πίσυγγος shoemaker masc gen pl …
5πίσυγγε — πίσυγγος shoemaker masc voc sg …
6πίσυγγοι — πίσυγγος shoemaker masc nom/voc pl …
7πίσυγγον — πίσυγγος shoemaker masc acc sg …
8ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …
9πίσσυγγος — ὁ, Α (δ. γρφ·) βλ. πίσυγγος …
10πεττύκια — τὰ, Α τα λεπτά αποκόμματα τών δερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τής καθημερινής γλώσσας, η οποία συνδέεται πιθ. με τη λ. πίσυγγος* (πρβλ. πέσσυμπτον, πεσσύπτη). Κατ άλλους, η λ. πρέπει να συνδεθεί με το πιττάκιον*] …
- 1
- 2