πίσσᾰ
1πίσσα — πίσσᾱ , πίσσα pitch fem nom/voc/acc dual πίσσα pitch fem nom/voc sg …
2πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …
3πίσσα — η 1. προϊόν απόσταξης γαιανθράκων, αλλιώς κατράμι, το, ή κατράνι, το. 2. μτφ., πολύ μαύρος: Μαύρος πίσσα, σκοτάδι πίσσα κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Νέφος μελάντερον ἠύτε πίσσα. — См. Как смоль черный …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5πίσσας — πίσσᾱς , πίσσα pitch fem acc pl πίσσᾱς , πίσσα pitch fem gen sg (doric aeolic) …
6πίσσαι — πίσσα pitch fem nom/voc pl πίσσᾱͅ , πίσσα pitch fem dat sg (doric aeolic) …
7πισσῶν — πίσσα pitch fem gen pl πισσόομαι pres part act masc voc sg (doric aeolic) πισσόομαι pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πισσόομαι pres part act masc nom sg πισσόομαι pres inf act (doric) πισσόω pitch over pres part act masc voc sg… …
8πιττῶν — πίσσα pitch fem gen pl (attic) …
9πίσσαν — πίσσα pitch fem acc sg …
10πίσσης — πίσσα pitch fem gen sg (attic epic ionic) …