πίσσανϑος
1πίσσανθος — the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand neut nom/voc/acc sg …
2πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] …
3πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …
4πισσέλαιον — τὸ, ΜΑ μσν. μίγμα ελαίου και πίσσας αρχ. πίσσανθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἔλαιον] …