πίνος

  • 21κακοπινής — κακοπινής, ές (Α) υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλος («κακοπινής οὐ μόνον τοῑς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.). επίρρ... κακοπινῶς (Α) με φαύλο τρόπο, βδελυρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιο πινής] …

    Dictionary of Greek

  • 22λαθρόπινος — λαθρόπινος, ον (Α) αυτός που πίνει κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + πινος (< πίνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 23πιναρός — και πινηρός, ά, όν, Α γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ. β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.) γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ αρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 24πινιάζω — Ν (για μαλλιά, τρίχες) λιγδιάζω, λερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. ιάζω (πρβλ. λιγδ ιάζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 25πινούμαι — όομαι, Α [πίνος] 1. γίνομαι ή είμαι γεμάτος ακαθαρσία, πιναρός* 2. (για αγάλματα κυρίως χάλκινα) σκουριάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπινωμένος, η, ον μτφ. αρχαιοπρεπής, απλός, απέριττος («ἡ αὐστηρὰ καὶ πεπινωμένη σύνθεσις», Δίον. Αλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 26πινόεις — εσσα, εν, Α ο γεμάτος ακαθαρσίες, ρυπαρός, πιναρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. όεις*] …

    Dictionary of Greek

  • 27πινώ — άω, Α [πίνος] είμαι ρυπαρός, ακάθαρτος …

    Dictionary of Greek

  • 28πινώδης — ῶδες, Α [πίνος] 1. (κυρίως για έρια) ο πλήρης λιπώδους ακαθαρσίας, γεμάτος λίγδα 2. (για την κόμη) ακάθαρτος, ρυπαρός …

    Dictionary of Greek

  • 29πολυπινής — ές, Α πολύ ρυπαρός, βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πινής (< πίνος «ρύπος, λέρα»), πρβλ. κακο πινής] …

    Dictionary of Greek

  • 30σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …

    Dictionary of Greek