πίθων
1Πίθων — little ape masc nom/voc sg …
2πιθών — πείθω persuade aor part act masc nom sg πιθών cellar masc nom/voc sg …
3πίθων — πίθος large wine jar masc gen pl πίθων little ape masc nom/voc sg πιθόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πιθόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
4πίθων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 325 π.Χ. ήταν τριήραρχος στο στόλο του Ινδού ποταμού και δυο χρόνια αργότερα έγινε φρούραρχος της Μηδίας. Επικεφαλής σώματος στρατού κατάστειλε την αποστασία των… …
5πιθών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 325 π.Χ. ήταν τριήραρχος στο στόλο του Ινδού ποταμού και δυο χρόνια αργότερα έγινε φρούραρχος της Μηδίας. Επικεφαλής σώματος στρατού κατάστειλε την αποστασία των… …
6πιθῶν — πιθέω persuade pres part act masc nom sg (attic epic doric) πιθόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) πιθόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πιθόω pres part act masc nom sg πιθόω pres inf act (doric) …
7πιθῶνας — πιθών cellar masc acc pl …
8πιθῶνες — πιθών cellar masc nom/voc pl …
9πιθῶνι — πιθών cellar masc dat sg …
10πιθῶνος — πιθών cellar masc gen sg …