πίεσμα
1πίεσμα — anything pressed neut nom/voc/acc sg …
2πίεσμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α [πιέζω] το αποτέλεσμα τής πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» η μάζα τού μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.) νεοελλ. μσν. άλλος τύπος τού όρου τής… …
3πιεσμάτων — πίεσμα anything pressed neut gen pl …
4πιέσμασι — πίεσμα anything pressed neut dat pl …
5πιέσματα — πίεσμα anything pressed neut nom/voc/acc pl …
6πιέσματι — πίεσμα anything pressed neut dat sg …
7πιέσματος — πίεσμα anything pressed neut gen sg …
8πίασμα — (I) τὸ, Α [πιαίνω] (για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το έδαφος («πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί», Αισχύλ.). (II) τὸ, Α (δωρ. και μτγν. τ.) αντί πίεσμα*. (III) το, ΝΜ (βυζ. μουσ.) ένα… …
9πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …