πίεσις
1πίεσις — squeezing fem nom sg …
2πιέσει — πίεσις squeezing fem nom/voc/acc dual (attic epic) πιέσεϊ , πίεσις squeezing fem dat sg (epic) πίεσις squeezing fem dat sg (attic ionic) πιέζω Ep.. aor subj act 3rd sg (epic) πιέζω Ep.. fut ind mid 2nd sg πιέζω Ep.. fut ind act 3rd sg …
3πιέσεις — πίεσις squeezing fem nom/voc pl (attic epic) πίεσις squeezing fem nom/acc pl (attic) πιέζω Ep.. aor subj act 2nd sg (epic) πιέζω Ep.. fut ind act 2nd sg …
4πιέσεσι — πίεσις squeezing fem dat pl …
5πιέσιος — πίεσις squeezing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
6πίεσιν — πίεσις squeezing fem acc sg …
7πίεξις — έξιος, ἡ, Α ιων. τ. αντί πίεσις* …
8πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …
9πιέσιμος — ον, Α [πίεσις] πιεστικός …
10υπερπίεση — η, Ν 1. φυσ. α) πίεση που υπερβαίνει ένα καθορισμένο σημείο ή μια πίεση αναφοράς β) η ποσότητα κατά την οποία η τιμή μιας πίεσης υπερβαίνει την καθορισμένη τιμή ή την τιμή τής πίεσης αναφοράς 2. ιατρ. η υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …
- 1
- 2