πίεση

  • 61ανάπηξη — Φαινόμενο στο οποίο οφείλεται η πήξη του πάγου, που έχει υγροποιηθεί, εξαιτίας της εφαρμογής μηχανικής πίεσης. Το σημείο πήξης των υγρών είναι χαρακτηριστικό και σταθερό για ένα σώμα, όταν η πήξη γίνεται κάτω από την ατμοσφαιρική πίεση. Όταν το… …

    Dictionary of Greek

  • 62αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …

    Dictionary of Greek

  • 63ατμολέβητας — Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές… …

    Dictionary of Greek

  • 64αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek

  • 65βαρομετρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ατμοσφαιρική πίεση 2. φρ. α) «βαρομετρική πίεση» ατμοσφαιρική πίεση β) «βαρομετρική στήλη» το ύψος της υδραργυρικής στήλης του βαρομέτρου …

    Dictionary of Greek

  • 66εναντιότροπος — Ουσία που απαντάται σε δύο διαφορετικές φυσικές μορφές, των οποίων οι περιοχές σταθερότητας βρίσκονται γύρω από μια ορισμένη θερμοκρασία ή πίεση. Η θερμοκρασία ή πίεση μετατροπής είναι χαρακτηριστική για κάθεμία από αυτές τις μορφές και… …

    Dictionary of Greek

  • 67ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …

    Dictionary of Greek

  • 68θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… …

    Dictionary of Greek

  • 69καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 70κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο …

    Dictionary of Greek