πίεση

  • 101αντέρεισις — ἀντέρεισις, η (Α) 1. πίεση ή ώθηση προς την αντίθετη κατεύθυνση 2. πίεση προς τα εμπρός 3. αμοιβαία στήριξη …

    Dictionary of Greek

  • 102αντερείδω — ἀντερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω κάτι πάνω σε άλλο 2. στηρίζω, τοποθετώ κάτι στερεά 3. τοποθετώ υποστηρίγματα 4. μένω σταθερός, αντιστέκομαι σε πίεση 5. ασκώ πίεση αμοιβαία με κάποιον άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 103αντικυκλώνας — Ζώνη υψηλής πίεσης από την οποία προέρχονται ρεύματα αέρα που κατευθύνονται προς τις ζώνες χαμηλής πίεσης. Η κίνηση των ανέμων που παράγονται με αυτό τον τρόπο ακολουθεί τον νόμο του Φερέλ και γίνεται κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού στο… …

    Dictionary of Greek

  • 104απίεστος — η, ο (Α ἀπίεστος, ον) αυτός που δεν έχει υποστεί πίεση νεοελλ. αυτός που δεν υποκύπτει σε εκβιασμό αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται πίεση, δεν είναι συμπιεστός (π.χ. λίθος, σίδηρος) …

    Dictionary of Greek

  • 105αποστείρωση — Διαδικασία που απαλλάσσει ένα άτομο ή ένα αντικείμενο από όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Η α. χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία, την ιατρική, τη φαρμακευτική και στις βιομηχανίες τροφίμων για την καταστροφή των μικροοργανισμών. Με την α …

    Dictionary of Greek

  • 106αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …

    Dictionary of Greek

  • 107ατμοσυσσωρευτής — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση του ατμού που παράγεται από τις εμβολοφόρες ατμομηχανές και προορίζεται για μεγαλύτερη εκμετάλλευση της θερμότητας που περιέχει ο ατμός. Η μέθοδος προτάθηκε το 1904 από τον Γάλλο μηχανικό Ογκίστ Ρατό …

    Dictionary of Greek

  • 108ατμοσφαιρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ατμόσφαιρα, αυτός που υπάρχει ή ανήκει σ αυτήν ή προέρχεται από αυτήν 2. φρ. α) «ατμοσφαιρικά παράσιτα» φυσικά παρασιτικά κύματα που παράγονται από ηλεκτρικές διαταραχές της ατμόσφαιρας β) «ατμοσφαιρική πίεση» πίεση που… …

    Dictionary of Greek

  • 109αυτόκλειστος — η, ο 1. αυτός που κλείνει από μόνος του 2. (για λέβητες και χύτρες) εκείνος του οποίου το σκέπασμα κλείνει ερμητικά από μέσα με την εσωτερική πίεση του ατμού 3. το ουδ. ως ουσ. αυτόκλειστο δοχείο για τη διεξαγωγή χημικών αντιδράσεων που κλείνει… …

    Dictionary of Greek

  • 110βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …

    Dictionary of Greek