πίειρα
11Кидоны — Крит в античный период. На северо западе  город Кидония (ныне Хания) …
12SATURNUS — Oceani ac Tethyos fil. Plato in Tinaeo: Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ω᾿κεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέςθ ην, ἐκ τούτων δὲ Φόρκυχ τε καὶ Κρόνος, καὶ Ρ῾έα, καὶ ὅσοι μετὰ τούτων. At Hesiod. in ortu Deorum, v. 44. cum Caeli uxorem Terram fuisse cecinisset,… …
13πέπειρα — Α (σπάν. θηλ. τού πέπων) 1. (για γυναίκα) ώριμη, ηλικιωμένη 2. (για πράγματα) μαλακή («τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῑ», Ιπποκρ.) 3. μτφ. (για ψυχική κατάσταση) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῑς σφαλεῑσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπων,… …
14πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… …
15πιειρώς — Α επίρρ. με αφθονία, με γονιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίειρα + επιρρμ. κατάλ. ῶς] …
16χίμαρος — ο, ΝΜΑ τράγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. χίμαρος συνδέεται με τη λ. χίμαιρα, δεν είναι, όμως, εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια η μεταξύ τους σχέση, αφού παραμένει ανεξακρίβωτη η αρχαιότητα τού τ. χίμαρος. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. θα μπορούσε να ερμηνευθεί… …
17πιείραις — πῑείραις , πίειρα fat fem dat pl …
18πιείρης — πῑείρης , πίειρα fat fem gen sg (epic ionic) …
19πιείρῃ — πῑείρῃ , πίειρα fat fem dat sg (epic ionic) …
20πίειραι — πί̱ειραι , πίειρα fat fem nom/voc pl …