πήρα
1πήρα — πήρᾱ , πήρα leathern pouch fem nom/voc/acc dual πήρᾱ , πήρα leathern pouch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πήρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …
2πήρᾳ — πήρᾱͅ , πήρα leathern pouch fem dat sg (attic doric aeolic) …
3πηρά — πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4πήρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.) νεοελλ. 1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα …
5Κύλλου Πήρα — Πηγή της Αττικής κατά την αρχαιότητα, στην περιοχή της σημερινής Καισαριανής, στην τοποθεσία Κίλλεια. Βλ. λ. Κίλλεια …
6παίρνω — πήρα, πάρθηκα, παρμένος 1. πιάνω, αδράχνω: Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε ψωμί. 2. αποσπώ, παρασύρω: Ο αγέρας πήρε τη σκεπή του σπιτιού. – Το ποτάμι πήρε το γεφύρι. 3. κλέβω, κυριεύω: Κάποιος μου πήρε την τσάντα. – Πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. 4. δέχομαι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7πήρας — πήρᾱς , πήρα leathern pouch fem acc pl πήρᾱς , πήρα leathern pouch fem gen sg (attic doric aeolic) …
8πήραν — πήρᾱν , πήρα leathern pouch fem acc sg (attic doric aeolic) …
9πηρᾶν — πήρα leathern pouch fem gen pl (doric aeolic) πηρός disabled in a limb masc/fem gen pl (doric) …
10πηράν — πηρά̱ν , πηρός disabled in a limb fem acc sg (attic doric aeolic) …