πέφνε δὲ
1Πέφνε — Πέφνος masc voc sg …
2πέφνε — θείνω strike aor imperat act 2nd sg (epic) θείνω strike aor ind act 3rd sg (epic) …
3πέφν' — πέφνε , θείνω strike aor imperat act 2nd sg (epic) πέφνε , θείνω strike aor ind act 3rd sg (epic) …
4Πέφν' — Πέφνε , Πέφνος masc voc sg …
5θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος …