πέτρη
41νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος …
42οφίτης — και οφείτης, ο (ΑΜ ὀφίτης Α θηλ. ὀφιῆτις, ήτιδος) (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Οφίται ( ες) εκκλ. σημαντικός κλάδος τού πρωτοχριστιανικού γνωστικισμού, κράμα ελληνικής μυθολογίας και ιουδαϊσμού, σχετικός με τη λατρεία τού όφεως, αλλ. Οφιανοί… …
43προσκυρώ — (I) έω, και προσκύρω, Α 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς ένα μέρος, προσεγγίζω, φτάνω κάπου («προσέκυρσε Κυθήροις», Ησίοδ.) 2. συνάπτομαι, συνδέομαι («ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῑ τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ», επιγρ.) 3. συνορεύω 4. συναντώ κάποιον 5. πέφτω… …
44προσομιλώ — έω ΜΑ [ὁμιλῶ] μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύω μσν. εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.) αρχ. 1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.) 2. συνομιλώ με κάποιον,… …
45τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια …
46τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …
47φωλάς — άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Ν ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν… …
48Πετράων — Πετρά̱ων , Πέτρη rock fem gen pl (epic aeolic) …
49Πέτραν — Πέτρᾱν , Πέτρη rock fem acc sg (attic doric aeolic) …
50Πέτρηισι — Πέτρῃσι , Πέτρη rock fem dat pl (epic ionic) …