πέτεται
1πέτεται — πέτομαι fly pres ind mp 3rd sg …
2πέτετ' — πέτεται , πέτομαι fly pres ind mp 3rd sg πέτετο , πέτομαι fly imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) πέτετε , πίπτω Exc. ex libris Herodiani aor imperat act 2nd pl (doric aeolic) …
3ταχινός — ή, ό / ταχινός, ή, όν, ΝΑ, και ταχυνός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. πρωινός 2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή α) το πρωινό β) πρωινή δροσιά, πάχνη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός ο πλανήτης Αφροδίτη αρχ. ταχύς. επίρρ... ταχινά Α (ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν …
4πέτομαι — 1. πετώ. 2. καυχιέμαι: Και πέτεται πως η θεά της χάρισε η Παλλάδα να ξέρει αμίμητες δουλειές (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)