-
1 πέταλο
[пэтало] ουσ. о. подкова,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πέταλο
-
2 отковать
-кую, -куёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. σφυρηλατώ.2. αποχωρίζω, βγάζω, αφαιρώ•подковку βγάζω το πέταλο (ξεπεταλώνω).
3. α-ποσφυρηλατώ, τελειώνω τη σφυρηλάτηση.1. σφυρηλατούμαι.2. αποσπώμαι, βγαίνω•подковка -лась το πέταλο βγήκε.
-
3 лепесток
1. маш. το πτερυγίδιο 2. (диаграммы направленности антенны) о λοβός (του διαγράμματος κατεύθυνσης κεραίας) 3. (отдельный листок из венчика цветка) το ανθόφυλλοτο πέταλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лепесток
-
4 подкова
το πέταλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подкова
-
5 подкова
подковаж τό πέταλο[ν]. -
6 фольга
[φολ'γκά] ουσ θ πέταλο, φολίδα -
7 лепесток
-тка α. πέταλο άνθους•душистые -и розы τα αρωματικά ροδόφυλλα (ρόδοπέταλο).
-
8 мездра
-ы θ.1. υποδερμάτιο πέταλο ή υποδόριος συνδετικός ιστός (υποδερμίδας).2. η εσωτερική πλευρά της δοράς ή του δέρματος. -
9 подбить
подобью, подобьшь, προστκ. подбейρ.σ.μ.1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•подковку καρφώνω το πέταλο•
подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.
2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•подбить глаз χτυπώ στο μάτι•
подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.
|| πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.εκφρ.подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας. -
10 подкова
-ы θ.1. πέταλο (ζώων).2. σιδεράκι (για ντακούνια, μύτες παπουτσιών). -
11 сбитый
επ. από μτχ.1. φθαρμένος (από το χτύπημα)•-ая подкова φθαρμένο πέταλο•
-ые сапоги φθαρμένες μπότες.
2. πηχτός από το δάρσιμο (για αυγά κ.τ.τ.).3. στέρεος, γερός.εκφρ.плотно (крепко) сбит – γεροκαμωμένος. -
12 хлябать
-аетρ.δ. (απλ.)• κουνιέμαι, σαλεύω, ταλαντεύομαι•подкова на ноге лошади -ает το πέταλο στο πόδι του αλόγου κουνιέται•
гайка -ает το παξιμάδι κουνιέται.
См. также в других словарях:
πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… … Dictionary of Greek
πέταλο — το 1. έλασμα σιδερένιο για οπλισμό των νυχιών των ζώων. 2. τα φύλλα του άνθους που αποτελούν τη στεφάνη, ανθόφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρφοπέταλο(ν) — καρφοπέταλο(ν), τὸ (Μ) πέταλο και καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίον ή κάρφος + πέταλον (< πέταλον), πρβλ. αλογο πέταλο(ν), ροδο πέταλο(ν)] … Dictionary of Greek
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
περικάρδιο — (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό.… … Dictionary of Greek
περισπλάγχνιος — α, ο ανατ. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σπλάγχνα («περισπλάγχνιο πέταλο» το εσωτερικό φύλλο ή πέταλο κάθε ορογόνου υμένα, το οποίο περιβάλλει απευθείας το σπλάγχνο που βρίσκεται από κάτω) … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
ροδοπέταλο — το, Ν πέταλο ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + πέταλο. Η λ., στον πληθ. ροδοπέταλα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τετρημένος — η, ο, Ν φρ. «τετρημένο πέταλο» ανατ. οστέϊνο τετράπλευρο πέταλο το οποίο βρίσκεται σε οριζόντια θέση με το οποίο συνάπτονται μεταξύ τους οι δύο πλάγιες μοίρες τού ηθμοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παρακμ. τέτρημαι τού αρχ. ρ. τετραίνω* «τρυπώ,… … Dictionary of Greek